Ιούνιος 2022 Ο Δούρειος Άνεμος είναι ένα βιβλίο για την ανθρώπινη ψυχή, για τις εσωτερικές συγκρούσεις, τον έρωτα, τους συμβιβασμούς, τις διαψεύσεις, το ασυνείδητο. Είναι ένα βιβλίο για την καθημερινή ζωή συνηθισμένων ανθρώπων που προσπαθούν να δουν τον εαυτό τους και τους άλλους με μάτια που «δεν έχουν συνηθίσει σε πραγματικές ορατότητες». Μπερδεμένοι ανάμεσα σε αυτό που νομίζουν ότι βλέπουν και σε αυτό που συμβαίνει πραγματικά, εγκλωβισμένοι στις αυταπάτες τους, άλλοι κατορθώνουν να βρουν τελικά ένα δρόμο κι άλλοι συντρίβονται σ' ένα τέρμα που μοιάζει προκαθορισμένο. Με τη Θεσσαλονίκη να απλώνεται σαν μυστήριο φόντο πίσω από τις ιστορίες τους και το Βαρδάρη, σταθερό μουσικό μοτίβο, ολοένα να φυσά, τέσσερις γυναίκες συναντιούνται στην «Ανεμόεσσα» βλέποντας η μια στο πρόσωπο της άλλης αυτό που θα ήθελαν εκείνες να είναι πραγματικά. και
Όταν τον περασμένο Ιούλιο πήρα στα χέρια μου το βιβλίο, υπήρχε μέσα μία αφιέρωση. Ανάμεσα σε άλλα, η Αλεξάνδρα μου ευχόταν οι Δούρειοι άνεμοι να μην περνούν συχνά από το παράθυρό μου. Θαυμάσια ευχή, μόνο που τα δούρεια πράγματα πάντοτε υπάρχουν δίπλα μας, κινούμαστε ανάμεσά τους, μας δελεάζουν. Δεν είναι ζήτημα, λοιπόν να μην περνούν οι δούρειοι άνεμοι από το παράθυρό μας, το ζήτημα είναι να μην τους αποζητούμε, να μην ξεγελιόμαστε από τη γλυκύτητά τους, την ανάσα τους που χαϊδεύει το πρόσωπό μας, που μας παρασέρνει και στο τέλος μένουμε με την πικρή γεύση του «πως την πατήσαμε ρε γαμώ το. Ποτέ ξανά» και την επόμενη στιγμή τρέχουμε να συναντήσουμε τον επόμενο δούρειό μας άνεμο, τον επόμενο δούρειο ίππο, τον επόμενο δούρειο άνθρωπο στη ζωή μας. Κι ύστερα αρχίζουν τα δύσκολα. Όπως στη περίπτωσή αυτή. Πάντοτε ένιωθα αμηχανία όταν επρόκειτο να μιλήσω για μια ταινία, επειδή τα λόγια δεν μπορούν να συγκριθούν με την εικόνα. Το ίδιο αμήχανα νιώθω και τώρα, που πρέπει να μιλήσω για ένα βιβλίο καθότι ο πρώτος και ίσως μοναδικός ρόλος ενός βιβλίου είναι να διαβάζεται. Εν προκειμένω κάνω το ρόλο του διαμεσολαβητή. Και ύστερα σκέφτομαι πως δεν είναι κακό, επειδή και η ίδια η συγγραφέας, το ρόλο του διαμεσολαβητή κάνει ανάμεσα στις ηρωίδες της και τους αναγνώστες. Ανάμεσα στη φανταστική ζωή και την πραγματικότητα. Τι είναι όμως φανταστική ζωή και τι πραγματικότητα. Στην περίπτωση του Δούρειου Ανέμου, δεν υφίσταται διαχωρισμός. Ο χώρος της φαντασίας και της πραγματικότητας είναι ταυτόσημοι. Η Αλεξάνδρα Μητσιάλη γράφει για όσα ζούμε, όσα ζείτε, όσα ζουν οι άνθρωποι που γνωρίζουμε και συναναστρεφόμαστε καθημερινά. Χώρος: το αστικό τοπίο. Μια μεγαλούπολη, εν προκειμένω η Θεσσαλονίκη. Πρώτη εικόνα: ένα μπαρ, αγαπημένος χώρος. Πάντοτε με γοήτευαν τα μπαρ και οι μοναχικοί άνθρωποι που μπορεί να συναντήσει κάποιος εκεί. Εκεί συναντιούνται και οι ηρωίδες μας. Δε γνωρίζονται, απλά ανταλλάσουν ματιές. Και ούτε θα γνωριστούν ποτέ μεταξύ τους. Και έτσι, εκτός από το χώρο, κοινός τόπος των γυναικών του βιβλίου γινόμαστε εμείς, οι αναγνώστες, που ξέρουμε για αυτές όσα δεν ξέρουν η μία για την άλλη. Η Λουκία θαυμάζει την Αφροδίτη, με το κατακόκκινο φόρεμα και τα μακριά σκουλαρίκια, Δε γνωρίζονται. Εμείς όμως ξέρουμε πως η Λουκία, είναι 35 χρονών, μόλις έχει βγει από μια οκτάχρονη σχέση με τον Γρηγόρη. «Στις σχέσεις δεν υπάρχουν θύματα και θύτες. Κι ότι δεν μπορείς να απαιτείς συνέχεια από τους άλλους να γίνουν κάτι διαφορετικό, Μπορεί να είχε δίκιο τελικά, όμως εγώ νιώθω ότι έχασα πολύτιμο χρόνο» Προσπαθεί να ισορροπήσει, να αρχίσει ξανά τη ζωή της. Ζωγράφος η οποία μαθαίνει σε ανάπηρα παιδάκια να ζωγραφίζουν, σε ένα ίδρυμα. Αρχίζει να αποκτά αυτοπεποίθηση, ασχολείται με το συνδικαλισμό, ένας νέος συνάδελφός της ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. Εκείνη όμως διστάζει. «Ποιος τελικά μπορεί να είναι σίγουρος για το όχημα, τον προορισμό, τον άνθρωπο που περιμένει στο τέρμα; Κυρίως για τον ίδιο του τον εαυτό. Ποιος μπορεί να είναι σίγουρος, ακόμα κι αν περιμένει. Όσο κι αν περιμένει». Διστάζει η Λουκία, προσπαθεί να ξεπεράσει το παρελθόν της η Λουκία, κάθεται στο ένα από τα δύο τραπέζια που βρίσκονται στο παράθυρο. Στο άλλο παράθυρο, απέναντί της κάθεται η γυναίκα που γνωρίσαμε στην αρχή με το κόκκινο φόρεμα και τα μακριά σκουλαρίκια. Η Λουκία θα μπορούσε να γίνει φίλη της, αλλά και εκείνη κοιτάζει τη γαλανομάτα απέναντί της. Η Αφροδίτη, είναι μια όμορφη 40χρονη γυναίκα, καθηγήτρια παντρεμένη με τον Τίμο, σύζυγος και μητέρα, εγκλωβισμένη μέσα σε μια καθημερινή ρουτίνα. Πίνει ένα ποτό και σκέφτεται. «Μπορώ να φανταστώ ακόμα και μια μεταμόρφωση της σχέσης μου με τον Τίμο. Να φανταστώ διακοπές σε ένα ελληνικό νησί. Μια επιστροφή στα φοιτητικά χρόνια. Εγώ κι ο Τίμος με αντίσκηνο. Μόνοι μας στην παραλία, στο δωμάτιο, στο μπαράκι. Να ξανακοιτάζω το πρόσωπό του αλμυρό κι αξύριστο, στο φως του ήλιου που δύει και τον ερωτεύομαι. Ξανά.» Καημένη Αφροδίτη. Αυτές οι σκέψεις είναι η τραγική επιβεβαίωση του τέλους. Ο γάμος έχει οριστικά αποδομηθεί. Και έρχεται αργά και σταθερά Και μια μέρα ανακαλύπτεις πως τίποτε δεν είναι όπως ήταν, ή όπως θα ήθελες να είναι. Θυμάται η Αφροδίτη τα χρόνια που η ζωή της με τον Τίμο ήταν τα Σαββατοκύριακα που συναντιόταν, που τα περίμενε, που ζούσε για αυτά, που ήθελε να είναι όμορφη. Και μετά ήρθε η συμβίωση, όλες οι μέρες γίνανε ίδιες. Πόσο αληθινά είναι όλα αυτά και πόσο καλά τα γνωρίζουμε όλοι, όσο κι αν λέμε ψέματα στους εαυτούς μας πως δεν μας αφορούν, τάχα! Λέει η Αφροδίτη: «Από τότε αγάπησα τα ταξίδια και την απόσταση. Κι όταν αρχίσαμε αργότερα να μένουμε μαζί, δεν σ’ το’ πα, αλλά με πείραζε. Με πείραζε που φορούσα το ίδιο πρόσωπο κάθε μέρα. Που δεν μπορούσα να το αφήσω κλειδωμένο στο σπίτι για ένα Σαββατοκύριακο. Ίσως έκανα λάθος. Ίσως έπρεπε να στο’ χω πει. Κάποια λύση θα βρίσκαμε». Δεν ξέρω αν θα έβρισκαν λύση, δεν έχει σημασία, ο σπαραγμός του τέλους υπάρχει. Και γίνεται μέσα στο μπαρ. Όταν ο Τίμος συναντά εκεί την Αφροδίτη. Και η γαλανομάτα τους βλέπει. Κάτι μου θυμίζει αυτήν η εικόνα… Αλλά εδώ δεν ήρθαμε να μιλήσουμε για μας. Αλλά για τις μοναχικές αυτές γυναικείες φιγούρες, μια από αυτές είναι και η Αρίστη. Λίγο πριν τα 50, αρχιτεκτόνισσα που εργάζεται στην Εφορεία Νεότερων Μνημείων. Μια γυναίκα που η ζωή της φαίνεται να κύλισε μέσα από τα χέρια της, ζει με την κατάκοιτη μητέρα της και θυμάται τα παλιά. Πως έφτασε ως εδώ, πως δεν μπόρεσε να χαρεί τον έρωτά της, πως έπεσε στην τρέλα. Τι της έχει συμβεί στο παρελθόν; Θύμα τα μητέρας της, θύμα κι εκείνη των πεθερικών της, αλυσιδωτές καταστάσεις, το φαινόμενο του ντόμινο που παρασύρει και το τελευταίο χαρτί είναι το τελικό θύμα. Το όνομά του, Αρίστη. Γερασμένη, χοντρή, άσχημη, μόνη. Κι όμως κάποτε ερωτεύτηκε τον Σταμάτη, έφυγε για χάρη του στην Αθήνα. Αλλά η μητέρα της αντιδρούσε και ήρθε κι εκείνη η άτιμη η αρρώστια. Κι από τότε ψυχοφάρμακα. Περπατάει στο δρόμο. Στην παραλία. Πηγαίνει στο μπαρ. Φοβάται μην της επιτεθεί κανείς στο σκοτάδι. Μια επίθεση που κατά βάθος την αποζητά, αλλά ποιος θα ασχοληθεί μαζί της; «Θα βγω στον κεντρικό κι εκεί στα φανάρια και στον αχό των καφέ της παραλίας, που πάντα διασκεδάζει, η καρδιά μου θα μπει στη θέση τα. Και το μυαλό μου θα σκέφτεται ότι απόψε, τελικά, δεν κινδύνεψα πραγματικά. Ότι άλλη μια ευκαιρία πήγε χαμένη». Φτάνει στο μπαρ και διαλέγει το πίσω τραπέζι, κοντά στις τουαλέτες, για να μην φαίνεται. Ντρέπεται, θέλει να κρύβεται από τα βλέμματα ων ανθρώπων. Αυτήν, όμως βλέπει, παρατηρεί. Κι απέναντί της είναι ένα ζευγάρι. Μοιάζουν τόσο ερωτευμένοι. Όμως έτσι; Τα φαινόμενα απατούν καμιά φορά, και μάλλον αυτό συμβαίνει στην περίπτωσή μας. Είναι ένας άνδρας και μια γυναίκα. Η Λία. Η Λία, είναι η τέταρτη ηρωίδα μας. Όμορφη, 33 ετών, νοσηλεύτρια στο τμήμα εξωσωματικών της Δ΄ Γυναικολογικής Κλινικής του Ιπποκράτειου. Η Λία δεν είναι μόνη. Ή μήπως είναι;. Μήπως, εν τέλει είναι η πιο μόνη από όλες; Έχει τον Πέτρο, τον βλέπει μια φορά την εβδομάδα, τις άλλες μέρες τον φαντάζεται. Οι εβδομαδιαίες συναντήσεις τους τροφοδοτούν τις φαντασιώσεις της για τις υπόλοιπες μέρες. Δεν γίνεται διαφορετικά, ο Πέτρος είναι παντρεμένος. Και η Λία ζει για τις σύντομες ερωτικές συνευρέσεις και τις υπόλοιπες ώρες της τις αφιερώνει στη δουλειά. Νιώθει συμπάθεια, και καμιά φορά κι αγάπη για τις γυναίκες που νοσηλεύονται στο τμήμα της, που δίνουν το δικό τους αγώνα για να γίνουν μητέρες. Πως μπορεί να νιώθει η Λία; Θα μου πείτε ήξερε από την αρχή πως ο Πέτρος είναι παντρεμένος. Α, όλα κι όλα, δεν της το έκρυψε. Ξέρει για την Τούλα. Είναι σα να την γνωρίζει. Και για τα παιδιά το ξέρει. «Αυτό που ο Πέτρος μου έχει υποδείξει τόσες φορές. Ότι πρέπει να περιμένω. ¨ότι δεν έρχομαι πρώτη στη σειρά. Ότι καλώς ή κακώς, όταν τον γνώρισα, υπήρχε ήδη μία τάξη. Ότι δεν μπορώ να διεκδικώ συνέχεια μια θέση στη ζωή του διαφορετική από αυτήν που μου ανήκει λογικά». Τι της ανήκει τελικά της Λίας. Τι ανήκει της Αρίστης, της Αφροδίτης, της Λουκίας; Τι ανήκει σε όλες αυτές τις γυναίκες της μοναξιάς, της απόγνωσης, του πόνου και της ανεκπλήρωτης λαχτάρας για ζωή; Εδώ συμβαίνει κάτι αρκετά ενδιαφέρον για να μην πω περίεργο. Αισθάνομαι μιαν απέραντη αγάπη για τις γυναίκες αυτές. Γιατί; Διαβάζοντας το βιβλίο, συγκινήθηκα. Και όταν το ξαναδιάβασα, για να κάνω κάποιες σημειώσεις για τη σημερινή παρουσίαση ξανασυγκινήθηκα. Την περασμένη Τρίτη, από τις 5 το απόγευμα, στο Καφεκούτι, ένα μπαράκι, στη Σόλωνος. Διάβαζα και κοιτούσα γύρω μου. Παρατηρούσα ψάχνοντας να βρω γυναίκες που να μοιάζουν με αυτές που συνάντησα μέσα στις σελίδες του Δούρειου Άνεμου. Παρατήρησα ζευγάρια, μοναχικούς άνδρες και γυναίκες και τότε σκέφτηκα πως μπορεί κι εμένα κάποιοι να με παρατηρούσαν. Ποτέ όμως δεν θα μαθαίναμε τίποτε περισσότερο, όπως δεν ξέρουν και οι γυναίκες της Αλεξάνδρας. Τελικά τι είναι το βιβλίο αυτό; Ένα βιβλίο από γυναίκα για γυναίκες; Είναι ένα δείγμα αυτού που αποκαλείται «γυναικεία λογοτεχνία»; Επ’ ουδενί λόγω. Όλα αυτά είναι μπούρδες. Διαφωνώ με την άποψη περί γυναικείας ματιάς και μεγαλύτερης ευαισθησίας. Και ξέρετε γιατί; Για έναν προφανή λόγο. Γιατί οι ιστορίες των γυναικών αυτών, είναι ιστορίες ανθρώπων. Κάντε ένα απλό τεστ. Αλλάξτε τα ονόματα και τα φύλα. Οι περισσότεροι άνδρες εδώ μέσα θα αναγνωρίσετε τον εαυτό σας. Αυτό μου συνέβη. Διέκρινα τον εαυτό μου μέσα από τις τέσσερις αυτές γυναίκες. Αλλά διέκρινα τον εαυτό μου και μέσα στους άνδρες που αν και απόντες, μιας και οι γυναίκες αφηγούνται, είναι έντονα παρόντες. Ξέρω πολύ καλά πως δεν είμαι διχασμένος. Ξέρω επίσης πως σκίρησε το μέσα μου επειδή όλα αυτά που περικλείονται στο βιβλίο, είναι, πολύ απλά, ανθρώπινα. Θα μπορούσα να μιλήσω ειδικότερα, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν. Θα πως μόνον κάτι. Το μπαρ που αναφέρεται στο βιβλίο, η Ανεμόεσσα, μου θύμισε δικές μου στιγμές που θα ήθελα να ξεχάσω. Στο Δούρειο Άνεμο της Αλεξάνδρας Μητσιάλη, είμαστε όλοι (και όλες, που λένε οι πολιτικώς ορθώς ομιλούντες της Αριστεράς), μέσα στις σελίδες του βρίσκουμε τους εαυτούς μας. Και πάνω από όλα με μία γραφή που δεν είναι, άντε πάρτε και γράφτε, Η συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά την ελληνική και επί πλέον, έχει ταλέντο, όχι συγγραφικό, αυτό υπάρχει από τη στιγμή που επινοεί ιστορίες, αλλά λογοτεχνικό, εφόσον καταφέρνει και μετατρέπει την ανάγνωση σε απόλαυση. Είναι όμορφη η σύνδεση ανάμεσα στις ηρωίδες, είναι γάργαρη η αφήγηση και συνάμα σφιχτοδεμένη, και υπάρχει και ένα φινάλε που κατά κάποιον τρόπο, απογειώνει όλη την προηγούμενη αφήγηση.
Διαβάζω: «Οι φίλοι μου λένε ότι όλες οι γυναίκες αλλάζουν. Ότι αλλιώς τις γνωρίζεις και στην πορεία αλλιώς γίνονται. Οι φίλοι μου μιλάμε πάντα για τις άλλες που αλλάζουν. Ποτέ για τον ίδιο τους τον εαυτό». Ήταν ένα μικρό κομμάτι από το βιβλίο. Μόνο που άλλαξα το γένος. Από θηλυκό το έκανα αρσενικό. Άλλαξε κάτι; Ευχαριστώ την Αλεξάνδρα Μητσιάλη για την τιμή που μου έκανε να παρουσιάσω το βιβλίο της. Ευχαριστώ κι εσάς που είχατε την υπομονή να ακούσετε τα όσα αθλίως κοινότυπα ξεστόμισα. Φυλαχτείτε από τους δούρειους ανθρώπους. Καλό βράδυ και ραντεβού στις κρυφές γωνίες των μπαρ. Στράτος Κερσανίδης Βιβλιοπωλείο